χωρώ

χωρώ
χωρῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος]
1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», Ιουστ.
γ. «ὑπεκδὺς ἐχώρεε ἔξω», Ηρόδ.
δ) «χωρῶ πρὸς ἔργον», Σοφ.)
2. (αμτβ.) μπορώ να περιλάβω κάτι ή περιλαμβάνω κάτι (α. «το αυτοκίνητό του χωράει πέντε άτομα» β. «ὅλους ἐχώρει ἡ ἐκκλησία, καὶ μὲν οὐδὲν ἐχώρει», Πρόδρ.
γ. «ὁ κρητὴρ χωρέει ἀμφορέας ἑξακοσίους», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) βρίσκω ή μπορώ να βρω θέση σε έναν χώρο, περιλαμβάνομαι («πνεύμα είμαι, και σε μια σταλιά χωράω και μπαίνω», Παλαμ.)
2. φρ. α) «δεν χωράει αντίρρηση» ή «δεν χωράει δεύτερη γνώμη» — δεν επιτρέπεται αντιγνωμία
β) «δεν χωράει αμφιβολία» — είναι αναμφίβολο
γ) «δεν τό χωράει ο νους μου» — είναι ακατανόητο, είναι αφάνταστο
δ) «δεν τόν χωράει ο τόπος»
i) ανυπομονεί πάρα πολύ, είναι πολύ ανήσυχος
ii) είναι στενοχωρημένος
3. παροιμ. α) «χίλιοι καλοί χωρούν, ένας κακός δεν χωρεί» — δηλώνει ότι οι καλόβολοι άνθρωποι γίνονται αποδεκτοί από όλους
β) «ο ποντικός δεν χωρούσε στην τρύπα του, κι έσερνε και κολοκύθια» — λέγεται για όσους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους
μσν.-αρχ.
1. (με απρμφ.) είμαι ικανός να κάνω κάτι («οὐ χωρεῑ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκούειν», Ψ Φωκυλ.)
2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
αρχ.
1. κάνω τόπο για κάποιον άλλο, αποσύρομαι, παραμερίζω («τοὺς ὑποταρβήσαντες ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Ἕκτωρ Αἰνείας τε», Ομ. Ιλ.)
2. υποχωρώ («γαῑα ἔνερθεν χώρησεν» — η γη υποχώρησε από κάτω, σχίστηκε, Ύμν. Δήμ.)
3. (για πλοίο) οπισθοχωρώ («χωρεῑ δὲ πρύμναν», Ευρ.)
4. (με γεν. τόπου ή πράγματος) αποχωρώ από κάπου, απέρχομαι («Ἀργεῑοι δὲ νεῶν μὲν ἐχώρησαν καὶ ἀνάγκη τῶν πρωτέων», Ομ. Ιλ.)
5. πηγαίνω ή έρχομαι
6. (για πόνο) φτάνω («χωρεῑ πρὸς ἧπαρ..., γενναία δύη», Σοφ.)
7. (για βέλος) εισδύω
8. (για νερό) ρέω
9. (για ποταμό) κυλώ
10. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («καὶ νὺξ ἐχώρει», Αισχύλ.)
11. (σε συνεκφορά με τη λ. ὁμόσε) έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
12. βαδίζω εναντίον κάποιου
13. (με αιτ. τού τόπου) έρχομαι σε έναν τόπο
14. εξακολουθώ να υπάρχω ή να γίνομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω («τουτὶ καὶ δὴ χωρεῑ τό κακόν», Αριστοφ.)
15. καταλήγω κάπου, έχω αποτέλεσμα («πάντα oἱ ἐχώρεε εὐτυχέως» — πήγαιναν καλά, προόδευαν, Ηρόδ.)
16. (για χρησμό) εκπληρώνομαι
17. πετυχαίνω («τὰ πράγματα χωρεῑ κατὰ λόγον», Πολ.)
18. (για τον θεό) επιτρέπω ή παρέχω τη δυνατότητα
19. μτφ. α) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
β) εφαρμόζομαι
γ) επιστρέφω στην αρχική μου κατάσταση
20. (αμτβ.) (για χρήματα) δαπανώμαι
21. (ως τριτοπρόσ.) χωρεῑ
α) είναι δυνατόν
β) είναι, υπάρχει
22. (η προστ. β' προσ. πληθ. ενεργ. ενεστ.) χωρεῑτε
πηγαίνετε
23. φρ. α) «κακῶς χωρῶ» — νοσώ, είμαι άρρωστος (Πλάτ.)
β) «χωρῶ πρὸς ἔργον»
(αμτβ.) αρχίζω να πραγματοποιούμαι (Αριστοφ.)
γ) «χωρήσατε ἡμᾱς»
μτφ. δεχθείτε μας στην καρδιά σας (ΚΔ)
24. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ χωρέοντα
ιατρ. τα περιττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα /χώρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και με μεταβατική σημ. «περιλαμβάνω κάτι, έχω χώρο για κάτι» και με αμετάβατη «κάνω τόπο, αποχωρώ, παραμερίζω», από όπου η σημ., γενικά, τής κίνησης «κινούμαι προς τα εμπρός, προχωρώ, περνώ, βαδίζω». Στη νέα ελλ. το ρ. χρησιμοποιείται συνήθως ως αμτβ. «βρίσκω θέση, περιλαμβάνομαι, μπορώ να καταλάβω κάποιον χώρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωρώ — και χωράω χώρεσα 1. μπορώ να περιλάβω, περικλείνω: Η αίθουσα αυτή χωράει πεντακόσια άτομα. 2. βρίσκω θέση σε κάποιο χώρο, περιέχομαι: Δε χωράμε όλοι στ αυτοκίνητο αυτό. 3. φρ., «Δεν τον χωράει ο τόπος», ο υπερβολικά ανυπόμονος ή στενοχωρημένος. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρώ — χωράω / χωρώ, χώρεσα βλ. πίν. 62 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χωρῶ — χωράζω set up fut ind act 1st sg (attic epic ionic) χωρέω to be fond of dwelling in pres subj act 1st sg (attic epic doric) χωρέω to be fond of dwelling in pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρῷ — χωράζω set up fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρω — Χώ̱ρω , Χῶρος a definite space masc nom/voc/acc dual Χώ̱ρω , Χῶρος a definite space masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρω — χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc nom/voc/acc dual χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρῳ — Χώ̱ρῳ , Χῶρος a definite space masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρῳ — χώ̱ρῳ , χῶρος a definite space masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχωρώ — (Α καταχωρῶ, έω) νεοελλ. καταχωρίζω* αρχ. 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα χωρώ, υπο χωρώ] …   Dictionary of Greek

  • ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”